- φτερούγα
- Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3 τμήματα, που αντιστοιχούν στον βραχίονα, στο αντιβράχιο και στο χέρι, και είναι εφοδιασμένα με ρωμαλέα φτερά, που ονομάζονται κωπαία και τα οποία προορίζονται να χτυπούν τον αέρα. Η φ. έχει διάφορες μορφές, ανάλογα με την ταχύτητα και τη φύση της πτήσης: στο χελιδόνι, πουλί με γρήγορη και εύστροφη πτήση, η φ. είναι αιχμηρή, ενώ στον αετό, που μαζί με την ταχύτητα ενώνει και τη δύναμη, η φ. είναι πολύ πιο επιμήκης σε σχέση με την ανάπτυξη του κορμού. Μια στρογγυλή φ. επιτρέπει μονάχα πτήση σύντομης διάρκειας και μειωμένη ταχύτητα, ενώ μεγάλο πτερυγικό άνοιγμα επιτρέπει πτήση επίπεδη, όπως του ανεμοπλάνου, που εκμεταλλεύεται τα ατμοσφαιρικά ρεύματα. Γενικά στα πουλιά, η φ. είναι τμήμα του σώματος που αναπτύσσει τη μεγαλύτερη δύναμη, και κατά συνέπεια έχει ανάγκη ιδιαίτερων αρθρώσεων και συνδέσμων με τη θωρακική περιοχή του σκελετού.
Στα έντομα, αντίθετα, οι φ. είναι δερμικές επεκτάσεις της ραχιαίας επιφάνειας του θώρακα και είναι ενισχυμένες με νευρώσεις, που αποτελούνται από χιτινώδες συμπύκνωμα.
Η φτερούγα ενός αρπακτικού πουλιού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Νπτέρυγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. πτερύγι-ον, υποκορ. τού πτέρυξ, -υγος με μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α), με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- σε διαρκές -φ- και τροπή τού -υ- σε -ου- υπό την επίδραση τού ουρανικού -γ- που ακολουθεί (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σηπία: σουπιά)].
Dictionary of Greek. 2013.